Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Με πλησίασε με την έκδηλη αυτοπεποίθηση που έχουν οι γυναίκες όταν υψώνουν και στρογγυλεύουν την καμπύλη του στήθους τους. Τα μάτια της με αγκάλιαζαν και με δάγκωναν σε παροξυσμό όπως παλιά. Είχε μια αέρινη ηχώ αυτό το πέρασμα, σα Βαλκυρίας , ακριβώς όπως είχε μείνει στις αναμνήσεις μου. Με έφτασε και σχεδόν ακούμπησε τη μύτη της στη δική μου. Απόλαυσα για μια στιγμή τις παλιές κοιλάδες του προσώπου της που κάλυπταν γοητευτικές φακίδες και στις οποίες πηγαινοέρχονταν σγούρες, ανάκατες τούφες απ’ τα γνωστά κοκκινα μαλλιά της. Έκανε κι άλλη μια τεράστια καμπύλη με το στόμα, σα λύγισμα τόξου που θα εκτόξευε ένα βέλος φονικό: “Δε μ’ αναγνωρίζεις, έτσι;” “Όχι, καθόλου”, απάντησα με ασφάλεια. Γέλασε πλατύτερα. “Φυσικά”, είπε θριαμβεύοντας. “Για να μ’ αναγνώριζες χρειαζόταν να με είχες αγαπήσει πρώτα. Μαλάκα. Αρχίδι.” Καλώς. Τουλάχιστον απάντησα σωστά.


-Ήρθε καλοκαίρι, ξέρεις. -Ναι; Και τι; Σκοπεύεις να μ’ ερωτευτείς; -Όχι. M’ αρέσει η μοναξιά. -Κι εμένα. Θες να κάνουμε παρέα;


- Τι είσαι επιτέλους; - Κυνηγός - τροφοσυλλέκτης. - Άσε τον ιδεαλισμό και πες πώς αγαπάς. - Μαζεύω ερωτικά πτώματα και τους διαβάζω ποίηση. - Γιατί το κάνεις αυτό; - Δεν ξέρω… - Σκέψου. - Γιατί… ίσως μια μέρα χρειαστεί να μαζέψουν κι εμένα. - Ή; - Ή μπορεί και να τελειώσει η ποίηση.